Τα..55 του Στ. Κραουνάκη και το 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ


Καλησπέρα και πάλι. Μέσα της προηγούμενης εβδομάδας η φίλη μου Κατερίνα, προτείνει να πάμε Κραουνάκη στο Μέγαρο Μουσικής. Ακούω εγώ μέγαρο και σκέφτομαι 2 πράγματα. Θα έχουν τελειώσει ήδη τα εισιτήρια και θα βρούμε θέσεις…τουαλέτα δίπλα και δεύτερον το 50αρι ευρώ δεν το γλιτώνουμε. Γιατί κακά τα ψέματα. Αν ξεκινήσεις για μέγαρο από 40 ευρώ και επάνω θα σου βγει η βραδιά. Τέλος πάντων  λέω στο κορίτσι, δεν πάμε, αφού δεν τον έχω ξανακούσει ζωντανά και εσύ Κατερίνα “ψήνεσαι”… πάμε!
Το παράξενο με την συγκεκριμένη παράσταση ήταν ότι τα εισιτήρια ξεκινούσαν από 10 ευρώ (και όχι τα φοιτητικά) και κατέληγαν στα 30.Υπέροχα δηλαδή γιατί έχω δει και κάτι 60αρια και 70αρια να σου πεταχτεί το μάτι!
Καθίσαμε σε καλές θέσεις και η παράσταση ξεκίνησε στις 9. Μια μπάντα 5 ατόμων Θεσσαλονικείς σολίστες ροκάδες, τζαζίστες κατά πεποίθηση και μαζί με την Θεσσαλονικιά Ελευθερία Πάτση συνθέσαν υπέροχα τη βραδιά…με ένα πιάνο στη μέση. Για τον Κραουνάκη. Ένας καλλιτέχνης απίστευτος. Με το κέφι του, το μπρίο του, το χιούμορ του, υπέροχος. Ερμήνευσε κομμάτια από όλη σχεδόν την καλλιτεχνική του πορεία με την εκπληκτική βραχνή φωνή του, γιορτάζοντας παράλληλα τα 55 του χρόνια. Η παράσταση είχε τον τίτλο 55 και δήλωνε ακριβώς αυτό. Τα 55 χρόνια ζωής.
Επίσημη καλεσμένη η “φωνάρα” Ξανθίππη Καραθανάση σε τρία τραγούδια του Κραουνάκη γραμμένα στην Θεσσαλονίκη κι ένα παραδοσιακό κατά παράκληση.
Τραγούδια που αποθεώθηκαν από τον κόσμο, άλλα που γράφτηκαν για το θέατρο και το σανίδι, που στη διάρκεια του χρόνου έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Μαζί τα υπέροχα τραγούδια που έντυσαν μουσικά τις κινηματογραφικές ταινίες του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου μπλέχτηκαν με ολοκαίνουρια τραγούδια και πρώτες εκτελέσεις, ορίζοντας τη συνθήκη μιας Διονυσιακής γιορτής. Κλείνοντας αποθέωσε τη βραδιά με το εκπληκτικό “Αυτή η νύχτα μένει”, στέλνοντας μας στο σπίτι με μια γλυκιά μελαγχολία.




14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης                     
 Ωστόσο χθες τελείωσε και το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ στην πόλη μας και είπα να το τιμήσω και αυτό. Με πρόσκληση μιας εθελόντριας φίλης από το φεστιβάλ κατέβηκα στο κέντρο, για να παρακολουθήσω το “Πατρίδα ή Θάνατος” του Βιτάλι Μάνσκι. Ένα υπαρξιακό ντοκιμαντέρ όπου σμίγουν ιστορίες και σχέσεις από διάφορες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικούς κλάδους της σύγχρονης Κούβας. Για την φτώχεια της Κούβας του σήμερα. Ένα ντοκιμαντέρ που παρουσίαζε μια άλλη Κούβα. Μια Κούβα μακριά από χαρούμενους ανθρώπους, υπέροχες παραλίες, σάμπα και resort. Αυτά είναι για τους τουρίστες. Γιατί για τους ντόπιους υπάρχει μόνο το δελτίο, η φτώχεια και ο χορός για να ξεχνιούνται...
 Οι κουβανικές παραδόσεις καταγράφονται εδώ με έντονα χρώματα: η εκταφή των συγγενών· η περίφημη λατινοαμερικανική τελετή για τον εορτασμό των 15ων γενεθλίων μιας έφηβης, για την οποία μια οικογένεια περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων προτίθεται να ξοδέψει τον ετήσιο προϋπολογισμό της· οι κινήσεις του χορού Ρουέδα Κασίνο που εξακολουθεί να προσελκύει Ευρωπαίους στο νησί· το μουσικό συγκρότημα των αδελφών Ισκιέρδα που σήμερα παίζουν για να διασκεδάσουν χορευτές και την επομένη οδηγούν σε έκσταση με τους ρυθμούς τους το κοινό μιας ιεροτελεστίας βουντού. Μια αβίαστη φιλοσοφική αφήγηση με φόντο την καθημερινότητα της Αβάνας.                                     
Έπειτα από αυτό το μελαγχολικό ντοκιμαντέρ στο λιμάνι, πήγαμε  προς Ολύμπιον  και συγκεκριμένα στο Πάρε δρόμο, γιαγιάκα του Ντούτσο Kιαρίνι. Απλά υπέροχο. Μιλούσε για την Ντέλια. 88 χρονών,  παντρεμένη μ’ έναν άντρα είκοσι χρόνια νεότερό της και, από τότε που μετακόμισε από την Ιταλία στη Γαλλία σε ηλικία έξι μηνών, πέρασε τη ζωή της ταξιδεύοντας σ’ όλο τον κόσμο. Τη δεκαετία του ’60, ο έρωτας την έκανε να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου ξεκίνησε να δουλεύει στην υφασματοβιομηχανία. Σύντομα, τα προϊόντα της άρχισαν να γεμίζουν τα ράφια των ευρωπαϊκών καταστημάτων, αποφέροντας της τεράστια έσοδα και κάνοντάς την μία από τις πρώτες γυναίκες επιχειρηματίες στο χώρο της υψηλής ραπτικής. Αλλά η Ντέλια θέλει περισσότερα και αφοσιώνεται με πάθος στην υψηλή ραπτική, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ίσως πια να ήρθε η ώρα που ακόμα κι εκείνη θα πρέπει να σταματήσει.
 Το φεστιβάλ αξίζει την προσοχή μας και οφείλουμε να το τιμάμε κάθε χρόνο και για όσο ακόμη μείνει στην πόλη της Θεσσαλονίκης για να  μας προσφέρει αυτά τα ολιγόλεπτα αριστουργήματα που μας δίνουν οι σκηνοθέτες αυτού του κόσμου.





Σχόλια